- στατοκύστη
- η, Νβιολ. ωοειδές και σφαιρικό κυστίδιο τών κνιδοζώων, τών κτενοφόρων, τών στροβιλιστικών πλατυελμίνθων, τών νημερείνων τών τροχοζώων, τών γαστροτρίχων, τών βραχιονοπόδων, τών δακτυλιοσκωλήκων, τών περισσότερων μαλακίων, τών καρκινοειδών και τών χιτινοζώων, κυστίδιο το οποίο ισοδυναμεί με το τμήμα τού λαβυρίνθου τού έσω ωτός τών σπονδυλοζώων και πληροφορεί τον οργανισμό για τη θέση του σε σχέση με την κατεύθυνση τής βαρύτητας, ακόμη και κατά τις κυκλικές κινήσεις του στην περίπτωση τών κεφαλοπόδων και τών καρκινοειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. statocyst (< στατός + κύστη)].
Dictionary of Greek. 2013.